- έγια!
- επιφ. προτρεπτικό, εμπρός, άιντε (λέγεται όταν εργάτες ομαδικά ανυψώνουν βάρη ή ναύτες κωπηλατούν ρυθμικά): Έγια μόλα, έγια λέσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
έγια — παρακελευσματικό επιφώνημα συνήθως στη φράση «έγια μόλα, έγια λέσα», στη διάρκεια ρυθμικής κωπηλασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. eϊa < αρχ. ελλ. εία, + ιταλ. molla, προστακτική τού mollare «χαλαρώνω (το σχοινί)»] … Dictionary of Greek
μόλα — (I) (ναυτ. πρόσταγμα) άφησε, λύσε (α. «έγια μόλα» β. «μόλα μπάντου» γ. «τίρα μόλα» δ. «μόλα κάβο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. molla, προστ. τού mollare «αφήνω, χαλαρώνω»]. (II) η ζωολ. γένος τετραοδοντοειδών οστεϊχθύων τής οικογένειας molidae. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek